προσμειδιῶ

προσμειδιῶ
προσμειδιάω
smile upon
pres imperat mp 2nd sg
προσμειδιάω
smile upon
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
προσμειδιάω
smile upon
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
προσμειδιάω
smile upon
pres imperat mp 2nd sg
προσμειδιάω
smile upon
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
προσμειδιάω
smile upon
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
προσμειδιάω
smile upon
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
προσμειδιάω
smile upon
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσμειδιώ — προσμειδιῶ, άω, ΝΜΑ [μειδιῶ] 1. χαμογελώ σε κάποιον με συμπάθεια 2. είμαι ευμενής απέναντι σε κάποιον, τόν επικοδιμάζω 3. (ιδίως για την τύχη) ευνοώ («αὐτοῑς ἡ τύχη προσεμειδίασε», Χορίκ.) αρχ. έχω μειδίαμα στα χείλη, είμαι χαμογελαστός …   Dictionary of Greek

  • μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”